- καρβονικό οξύ
- Ασθενές διβασικό οξύ, του τύπου H2CO3. Σχηματίζεται κατά τη διάλυση του διοξειδίου του άνθρακα σε νερό. Πρόκειται για μία ένωση που συναντάται μόνο σε διαλύματα. Αυτό τo κ.ο. σχηματίζει καρβονικά και δικαρβονικά άλατα –τα οποία ονομάζονται αντίστοιχα ουδέτερα και όξινα– και οι εστέρες, τα χλωρίδια και τα αμίδιά του σχηματίζουν δύο σειρές ενώσεων, ανάλογα με το αν μπορεί να γίνει υποκατάσταση σε αυτές και των δύο υδροξυλικών ομάδων ή της μίας (όξινες ενώσεις). Οι τελευταίες ενώσεις είναι ασταθείς σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά σχηματίζουν σταθερά άλατα. Το κ.ο. χρησιμοποιείται στα ανθρακούχα αναψυκτικά.
Dictionary of Greek. 2013.